τερψιλαρύγγιος

τερψιλαρύγγιος
-α, -ο και τερψιλάρυγγος, -η, -ο Ν
1. (κυρίως για ποτά ή για γλυκίσματα) αυτός που τέρπει τον λάρυγγα, πολύ εύγευστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τερψιλαρύγγια
τα ηδύποτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + λάρυγγας + επίθημα -ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερψιλαρύγγιος — α, ο αυτός που ευχαριστεί το λάρυγγα, ο εύγευστος, ο νόστιμος: Λικέρ τερψιλαρύγγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”